ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΔΕΛΦΙΑ ΚΑΖΑΓΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΠΑΔΙ ΤΟΥΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΠΟΣ ΣΤΑ ΜΕΣΤΑ KAI ΑΚΟΜΑ ΠΑΡΑΠΕΡΑ
📷 14 – 15 Δεκεμβρίου 2024
Για χρόνια άκουγα ιστορίες για τσοπάνηδες που έφευγαν από τα βόρεια ορεινά της Χίου για να ξεχειμωνιάσουν με τα ζώα τους στο νότιο τμήμα του νησιού. Έψαχνα μια ευκαιρία να τους ακολουθήσω, να καταγράψω τη διαδρομή και να βιώσω την εμπειρία. Πέρσι το προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν είναι αυτονόητο ότι οι βοσκοί και τα σκυλιά τους σε θέλουν μαζί τους. Φέτος όμως ήμουν πιο τυχερός και περπάτησα μαζί με τα αδέλφια Καζαγλιά, τον Βασίλη και τον Ηλία — πιθανόν τους μοναδικούς τσοπάνηδες της Χίου που κοιμούνται στην ύπαιθρο, στη μέση της διαδρομής για το ξεχειμωνιό, όπως παλιά!
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024, φθάνω στο μαντροστάσιο τους, στην Αχλάδα του Αίπους. Ανυπομονούν να ξεκινήσουν τη μεγάλη πορεία, ενώ ένα από τα τρία τσοπανόσκυλά τους μου γρυλίζει. Ο Ηλίας ανοίγει την πόρτα και εκατοντάδες γίδια και λιγότερα πρόβατα ξεχύνονται έξω. Ο Βασίλης, μαζί με τα σκυλιά, μπαίνει μπροστά, ενώ πίσω μένουμε εγώ, ο Ηλίας και ο αγαπητός τσοπάνης Γιάννης Μπουλάς, που ήρθε να τους βοηθήσει. «Οι Κρητικοί λένε “πάμε στο χειμαδιό”, εμείς λέμε “πάμε στον τόπο”», μου είπε με τη χαρακτηριστική, βραχνή φωνή του.
Για χρόνια άκουγα ιστορίες για τσοπάνηδες που έφευγαν από τα βόρεια ορεινά της Χίου για να ξεχειμωνιάσουν με τα ζώα τους στο νότιο τμήμα του νησιού. Έψαχνα μια ευκαιρία να τους ακολουθήσω, να καταγράψω τη διαδρομή και να βιώσω την εμπειρία. Πέρσι το προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν είναι αυτονόητο ότι οι βοσκοί και τα σκυλιά τους σε θέλουν μαζί τους. Φέτος όμως ήμουν πιο τυχερός και περπάτησα μαζί με τα αδέλφια Καζαγλιά, τον Βασίλη και τον Ηλία — πιθανόν τους μοναδικούς τσοπάνηδες της Χίου που κοιμούνται στην ύπαιθρο, στη μέση της διαδρομής για το ξεχειμωνιό, όπως παλιά!
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024, φθάνω στο μαντροστάσιο τους, στην Αχλάδα του Αίπους. Ανυπομονούν να ξεκινήσουν τη μεγάλη πορεία, ενώ ένα από τα τρία τσοπανόσκυλά τους μου γρυλίζει. Ο Ηλίας ανοίγει την πόρτα και εκατοντάδες γίδια και λιγότερα πρόβατα ξεχύνονται έξω. Ο Βασίλης, μαζί με τα σκυλιά, μπαίνει μπροστά, ενώ πίσω μένουμε εγώ, ο Ηλίας και ο αγαπητός τσοπάνης Γιάννης Μπουλάς, που ήρθε να τους βοηθήσει. «Οι Κρητικοί λένε “πάμε στο χειμαδιό”, εμείς λέμε “πάμε στον τόπο”», μου είπε με τη χαρακτηριστική, βραχνή φωνή του.

📷 Ο τσοπάνης Γιάννης Μπουλάς

📷 Το κοπάδι ανηφορίζοντας προς του Ρου το λιβάδι
Ακολουθώ το κοπάδι, προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει και αν μπορώ να βοηθήσω. Όλα γίνονται βιαστικά· τα ζώα είναι ξεκούραστα και προχωρούν γρήγορα. Περνάμε τον κεντρικό δρόμο και ανηφορίζουμε προς τον Πολύριζο. Μερικά κατσίκια ξεστρατίζουν κι τρέχω να τα επαναφέρω. Ένα όμως δεν λέει να συμμορφωθεί και επιμένει να λοξοδρομεί προς το Λαγκάδι. Συνειδητοποιώ ότι δύσκολα θα καταφέρω να το μαζέψω και γνέφω στον Ηλία. Σε δευτερόλεπτα το πλησιάζει, αλλά το γίδι δεν συνεργάζεται, οπότε αναγκάζεται να το επιστρέψει στο μαντροστάσιο για να το μεταφέρει σε δεύτερο χρόνο με αυτοκίνητο. «Κάτι έχει, μπορεί να πονάει κάπου. Δεν είναι ότι κουράστηκε και γι’ αυτό δεν προχωράει», μου εξηγεί ο Γιάννης.
Στην Κακοπετριά αποχαιρετούμε τον Γιάννη. «Καλό δρόμο», μας φωνάζει. Θα επιστρέψει πίσω και το μεσημέρι θα έρθει να μας βρει στη Φα με αυτοκίνητο, μαζί με έναν ξάδερφό τους, για να μεταφέρει στρωσίδια και άλλες προμήθειες στο καλύβι όπου θα διανυκτερεύσουν τα δύο αδέλφια. Συνεχίζουμε προς του Ρου, και σιγά σιγά διαπιστώνω πως η πορεία μας δεν είναι πάντα πάνω σε μονοπάτι — ή τουλάχιστον σε εμφανές μονοπάτι. Ο Ηλίας μου αναφέρει τα τοπωνύμια της περιοχής κι εγώ παρατηρώ τα ζώα. Τα πρόβατα, το ένα πίσω από το άλλο, οδηγούν την πορεία, ενώ το κοπάδι με τα κατσίκια ακολουθεί.
Ακολουθώ το κοπάδι, προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει και αν μπορώ να βοηθήσω. Όλα γίνονται βιαστικά· τα ζώα είναι ξεκούραστα και προχωρούν γρήγορα. Περνάμε τον κεντρικό δρόμο και ανηφορίζουμε προς τον Πολύριζο. Μερικά κατσίκια ξεστρατίζουν κι τρέχω να τα επαναφέρω. Ένα όμως δεν λέει να συμμορφωθεί και επιμένει να λοξοδρομεί προς το Λαγκάδι. Συνειδητοποιώ ότι δύσκολα θα καταφέρω να το μαζέψω και γνέφω στον Ηλία. Σε δευτερόλεπτα το πλησιάζει, αλλά το γίδι δεν συνεργάζεται, οπότε αναγκάζεται να το επιστρέψει στο μαντροστάσιο για να το μεταφέρει σε δεύτερο χρόνο με αυτοκίνητο. «Κάτι έχει, μπορεί να πονάει κάπου. Δεν είναι ότι κουράστηκε και γι’ αυτό δεν προχωράει», μου εξηγεί ο Γιάννης.
Στην Κακοπετριά αποχαιρετούμε τον Γιάννη. «Καλό δρόμο», μας φωνάζει. Θα επιστρέψει πίσω και το μεσημέρι θα έρθει να μας βρει στη Φα με αυτοκίνητο, μαζί με έναν ξάδερφό τους, για να μεταφέρει στρωσίδια και άλλες προμήθειες στο καλύβι όπου θα διανυκτερεύσουν τα δύο αδέλφια. Συνεχίζουμε προς του Ρου, και σιγά σιγά διαπιστώνω πως η πορεία μας δεν είναι πάντα πάνω σε μονοπάτι — ή τουλάχιστον σε εμφανές μονοπάτι. Ο Ηλίας μου αναφέρει τα τοπωνύμια της περιοχής κι εγώ παρατηρώ τα ζώα. Τα πρόβατα, το ένα πίσω από το άλλο, οδηγούν την πορεία, ενώ το κοπάδι με τα κατσίκια ακολουθεί.

📷 Ο Ηλίας, το κοπάδι και στο βάθος η Σπηλακιά και ο Βουνός
Κοντά στο Κατεβατό περνάμε εμείς μπροστά και μένει πίσω ο Βασίλης με τα σκυλιά. Ανηφορίζουμε για το Χωραφίτσι. Ο Ηλίας μου ζητά να πηγαίνουμε πιο σιγά, για να μην κλατάρουν τα κατσίκια. «Ποια αντέχουν πιο πολύ;» τον ρωτάω. «Τα πρόβατα έχουν πιο πολλά κουράγια, αλλά όταν καθίσουν κάτω, τέρμα – έχουν εξαντληθεί. Ενώ τα κατσίκια σε προειδοποιούν όταν δεν έχουν δυνάμεις».
Συνεχίζουμε προς την Αρβανίτισσα. Πέντε – έξι ξένα κατσίκια βρίσκονται μπροστά μας. Ο Ηλίας τρέχει να τα διώξει, για να μην μπλέξουν με τα δικά μας. Κινούμαστε ψηλωμένα, στα κατσάβραχα κάτω από τα Απαγγέλια και η θέα είναι ωραία. Σε λίγο όμως «χωνόμαστε» στο πευκοδάσος και προχωράμε με δυσκολία, παραμερίζοντας κλαδιά. «Οι παλιοί ήταν ήρωες», λέει ο Ηλίας. «Προχωρούσαν και κλάδευαν, ανοίγοντας τα μονοπάτια». Βγαίνουμε επιτέλους από το πυκνό δάσος. Ο Ηλίας μου δείχνει ένα μονοπάτι και λέει: «Από εδώ κατέβαιναν οι Πιτυανοί».
Κοντά στο Κατεβατό περνάμε εμείς μπροστά και μένει πίσω ο Βασίλης με τα σκυλιά. Ανηφορίζουμε για το Χωραφίτσι. Ο Ηλίας μου ζητά να πηγαίνουμε πιο σιγά, για να μην κλατάρουν τα κατσίκια. «Ποια αντέχουν πιο πολύ;» τον ρωτάω. «Τα πρόβατα έχουν πιο πολλά κουράγια, αλλά όταν καθίσουν κάτω, τέρμα – έχουν εξαντληθεί. Ενώ τα κατσίκια σε προειδοποιούν όταν δεν έχουν δυνάμεις».
Συνεχίζουμε προς την Αρβανίτισσα. Πέντε – έξι ξένα κατσίκια βρίσκονται μπροστά μας. Ο Ηλίας τρέχει να τα διώξει, για να μην μπλέξουν με τα δικά μας. Κινούμαστε ψηλωμένα, στα κατσάβραχα κάτω από τα Απαγγέλια και η θέα είναι ωραία. Σε λίγο όμως «χωνόμαστε» στο πευκοδάσος και προχωράμε με δυσκολία, παραμερίζοντας κλαδιά. «Οι παλιοί ήταν ήρωες», λέει ο Ηλίας. «Προχωρούσαν και κλάδευαν, ανοίγοντας τα μονοπάτια». Βγαίνουμε επιτέλους από το πυκνό δάσος. Ο Ηλίας μου δείχνει ένα μονοπάτι και λέει: «Από εδώ κατέβαιναν οι Πιτυανοί».

📷 Το μακρόστενο γύρισμα νοτιοδυτικά του υψώματος Βούκρανο
Στο Πλατανάκι κάνουμε μια στάση για να ξεδιψάσουν τα ζώα στα λιμνάζοντα νερά. Ύστερα, παίρνουμε ένα «ενδιαφέρον» μονοπάτι, που μας προσφέρει ανεμπόδιστη θέα προς τον Ανάβατο και τη δυτική ακτογραμμή της Χίου. Λίγο πριν το διάσελο του Προβατά, συναντάμε μελίσσια, οπότε για καλό και για κακό, οδηγούμε τα αιγοπρόβατα λίγο παραέξω. Διασχίζουμε κάθετα τον κεντρικό δρόμο και ανηφορίζουμε σε χωματόδρομο, δυτικά του Προβατά. «Εδώ υπήρχε μονοπάτι, αλλά ήρθε η ΜΟΜΑ και άνοιξε δρόμο», μου λέει ο Ηλίας.
Διασχίζουμε το «κάθισμα» της Άλωνος και συνεχίζουμε στη δυτική πλαγιά του Βούκρανου. Όλα κυλούν ομαλά, καθώς βρισκόμαστε μόλις λίγα χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό της πρώτης ημέρας. Ξαφνικά, όμως, σημάνει συναγερμός: ο Βασίλης παρατηρεί πως μια γίδα είναι έτοιμη να γεννήσει. Ανησυχούν μήπως ξεκινήσει η γέννα πριν φτάσουμε στη Φα. Συνεχίζουμε την πορεία μας και σε λίγο τα ζώα περνούν κάθετα ένα εντυπωσιακό, μακρόστενο γύρισμα. Το φως του ήλιου πέφτει πάνω στα προπορευόμενα πρόβατα και τα κάνει να γυαλίζουν.
Στο Πλατανάκι κάνουμε μια στάση για να ξεδιψάσουν τα ζώα στα λιμνάζοντα νερά. Ύστερα, παίρνουμε ένα «ενδιαφέρον» μονοπάτι, που μας προσφέρει ανεμπόδιστη θέα προς τον Ανάβατο και τη δυτική ακτογραμμή της Χίου. Λίγο πριν το διάσελο του Προβατά, συναντάμε μελίσσια, οπότε για καλό και για κακό, οδηγούμε τα αιγοπρόβατα λίγο παραέξω. Διασχίζουμε κάθετα τον κεντρικό δρόμο και ανηφορίζουμε σε χωματόδρομο, δυτικά του Προβατά. «Εδώ υπήρχε μονοπάτι, αλλά ήρθε η ΜΟΜΑ και άνοιξε δρόμο», μου λέει ο Ηλίας.
Διασχίζουμε το «κάθισμα» της Άλωνος και συνεχίζουμε στη δυτική πλαγιά του Βούκρανου. Όλα κυλούν ομαλά, καθώς βρισκόμαστε μόλις λίγα χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό της πρώτης ημέρας. Ξαφνικά, όμως, σημάνει συναγερμός: ο Βασίλης παρατηρεί πως μια γίδα είναι έτοιμη να γεννήσει. Ανησυχούν μήπως ξεκινήσει η γέννα πριν φτάσουμε στη Φα. Συνεχίζουμε την πορεία μας και σε λίγο τα ζώα περνούν κάθετα ένα εντυπωσιακό, μακρόστενο γύρισμα. Το φως του ήλιου πέφτει πάνω στα προπορευόμενα πρόβατα και τα κάνει να γυαλίζουν.

📷 Τα αιγοπρόβατα δίπλα στο καλύβι όπου διανυκτέρευσαν οι τσοπάνηδες στη Φα
Φτάνουμε στη Φα, όπου μας περιμένουν ο Γιάννης με τον ξάδερφό τους. Ο Βασίλης και ο Ηλίας αρχίζουν να ψάχνουν την ετοιμόγεννη αίγα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Βασίλης επιβλέπει τα πεινασμένα ζώα που βοσκούν στα εγκαταλελειμμένα χωράφια, ενώ ο Ηλίας γυρίζει πίσω για να την εντοπίσει. Και πράγματι, ύστερα από λίγο, εμφανίζεται κρατώντας την κατσίκα και το μικρό της, που στο μεταξύ είχε γεννηθεί.
Κουβαλάμε τις προμήθειες από το αυτοκίνητο στο πετρόχτιστο καλύβι που θα τους φιλοξενήσει για τη νύχτα και στη συνέχεια, οδηγούμε τα ζώα προς τη φουντάνα και τον χώρο που έχουν διαμορφώσει με πασάλους και συρματοπλέγματα για να τα μαντρώσουν. Αποχωρώ από τη Φα μαζί με τον Γιάννη και τον ξάδερφό τους, δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί, για να συνεχίσουμε την πορεία μας μέχρι τα Μεστά.
Φτάνουμε στη Φα, όπου μας περιμένουν ο Γιάννης με τον ξάδερφό τους. Ο Βασίλης και ο Ηλίας αρχίζουν να ψάχνουν την ετοιμόγεννη αίγα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Βασίλης επιβλέπει τα πεινασμένα ζώα που βοσκούν στα εγκαταλελειμμένα χωράφια, ενώ ο Ηλίας γυρίζει πίσω για να την εντοπίσει. Και πράγματι, ύστερα από λίγο, εμφανίζεται κρατώντας την κατσίκα και το μικρό της, που στο μεταξύ είχε γεννηθεί.
Κουβαλάμε τις προμήθειες από το αυτοκίνητο στο πετρόχτιστο καλύβι που θα τους φιλοξενήσει για τη νύχτα και στη συνέχεια, οδηγούμε τα ζώα προς τη φουντάνα και τον χώρο που έχουν διαμορφώσει με πασάλους και συρματοπλέγματα για να τα μαντρώσουν. Αποχωρώ από τη Φα μαζί με τον Γιάννη και τον ξάδερφό τους, δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί, για να συνεχίσουμε την πορεία μας μέχρι τα Μεστά.

📷 Ο Ηλίας, ο ξάδερφός τους και το νεογέννητο ριφάκι

📷 Ο Βασίλης, ο Ηλίας και πίσω τους μαντρωμένα τα ζώα τους στη Φα
Εφτά παρά, ακόμα σκοτάδι, φτάνω στη Φα. Ο Βασίλης και ο Ηλίας τακτοποιούν τα πράγματά τους μέσα κι έξω από το καλύβι, για να τα παραλάβει κάποιος συγγενής τους αργότερα, μέσα στη ημέρα. «Είδες αυτοκίνητα κυνηγών; Άκουσες πρόγνωση καιρού;» με ρωτούν. Διακρίνω μια ανησυχία — ίσως και έναν εκνευρισμό. Ο ουρανός είναι βαρύς και καθώς ανηφορίζουμε στο Βουνό του Λιθίου, ξεσπά βροχή. Καβατζάρουμε το βουνό και αρχίζουμε την κατάβαση. Οι μυρωδιές των ζώων και του νοτισμένου χώματος αναμειγνύονται με εκείνες των πρώτων μαστιχόδεντρων που συναντάμε στη διαδρομή μας.
Πριν φτάσουμε στην Απιστιά, κατάλαβα γιατί η δεύτερη ημέρα προκαλούσε ανησυχία στα δύο αδέρφια. Στην περιοχή κινείται ένας κυνηγός με το σκύλο του και, λίγο πιο κάτω, υπάρχουν χωράφια με λιόδεντρα και σκίνους. Οι τσοπάνηδες είναι σε εγρήγορση — τρέχουν, φωνάζουν, σφυρίζουν, κάνουν ό,τι περνά απ’ το χέρι τους για να μην λοξοδρομήσουν τα ζώα. Μόλις βγαίνουμε στον κεντρικό δρόμο, ένα αυτοκίνητο πλησιάζει από πίσω και περιμένει υπομονετικά. Κάπου εκεί, όμως, τα πρόβατα μπερδεύονται και ξεστρατίζουν. Τα δύο αδέρφια συνεννοούνται εν μέσω βροχής και έντασης. Ο Ηλίας τρέχει να τα επαναφέρει στον «σωστό δρόμο» κι εμείς ακολουθούμε με τα κατσίκια. Ο Ηλίας προλαβαίνει τα πρόβατα και τα φέρνει πίσω. Άνθρωποι και ζώα κατεβαίνουμε στο λαγκάδι και, κάπως άτσαλα, σκαρφαλώνουμε προς τη Χαλκωματού και το Κατώρος.
Εφτά παρά, ακόμα σκοτάδι, φτάνω στη Φα. Ο Βασίλης και ο Ηλίας τακτοποιούν τα πράγματά τους μέσα κι έξω από το καλύβι, για να τα παραλάβει κάποιος συγγενής τους αργότερα, μέσα στη ημέρα. «Είδες αυτοκίνητα κυνηγών; Άκουσες πρόγνωση καιρού;» με ρωτούν. Διακρίνω μια ανησυχία — ίσως και έναν εκνευρισμό. Ο ουρανός είναι βαρύς και καθώς ανηφορίζουμε στο Βουνό του Λιθίου, ξεσπά βροχή. Καβατζάρουμε το βουνό και αρχίζουμε την κατάβαση. Οι μυρωδιές των ζώων και του νοτισμένου χώματος αναμειγνύονται με εκείνες των πρώτων μαστιχόδεντρων που συναντάμε στη διαδρομή μας.
Πριν φτάσουμε στην Απιστιά, κατάλαβα γιατί η δεύτερη ημέρα προκαλούσε ανησυχία στα δύο αδέρφια. Στην περιοχή κινείται ένας κυνηγός με το σκύλο του και, λίγο πιο κάτω, υπάρχουν χωράφια με λιόδεντρα και σκίνους. Οι τσοπάνηδες είναι σε εγρήγορση — τρέχουν, φωνάζουν, σφυρίζουν, κάνουν ό,τι περνά απ’ το χέρι τους για να μην λοξοδρομήσουν τα ζώα. Μόλις βγαίνουμε στον κεντρικό δρόμο, ένα αυτοκίνητο πλησιάζει από πίσω και περιμένει υπομονετικά. Κάπου εκεί, όμως, τα πρόβατα μπερδεύονται και ξεστρατίζουν. Τα δύο αδέρφια συνεννοούνται εν μέσω βροχής και έντασης. Ο Ηλίας τρέχει να τα επαναφέρει στον «σωστό δρόμο» κι εμείς ακολουθούμε με τα κατσίκια. Ο Ηλίας προλαβαίνει τα πρόβατα και τα φέρνει πίσω. Άνθρωποι και ζώα κατεβαίνουμε στο λαγκάδι και, κάπως άτσαλα, σκαρφαλώνουμε προς τη Χαλκωματού και το Κατώρος.

📷 Ο Βασίλης με τα κατσίκια στην Απιστιά, ενώ στο βάθος αριστερά, ίσα που διακρίνονται τα πρόβατα που έχουν ξεστρατίσει.
Στη Σκάφη έρχεται και μας βρίσκει με το φορτηγό του ο Βασίλης, ένας λεβέντης φίλος τους, λιθονομούσης, ολόιδιος ο Νικόλας Παπάζογλου. Ο άλλος Βασίλης παίρνει το αυτοκίνητο και φεύγει για την Αγία Ειρήνη, όπου θα φτάσουμε κι εμείς μετά από ώρα. Περπατάμε έχοντας θέα προς τον Άγιο Στέφανο, το Μικρό Νησί και το Πελαγονήσι. Ο Ηλίας μου ζητάει να πάω μπροστά και να μαζέψω τα πρόβατα. Κατηφορίζω τρέχοντας και, λίγο πριν τα Κόκκινα, τα προλαβαίνω. Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να τα κουμαντάρω, αλλά σιγά σιγά — με φωνές και χειρονομίες — βρίσκω τον τρόπο να τα βάλω σε τάξη και, σαν άλλος βοσκός, τα οδηγώ για 1-2 χιλιόμετρα μέχρι την Αγία Ειρήνη. Μου φαίνεται λίγο αστείο, αλλά το διασκεδάζω.
Από την Αγία Ειρήνη μέχρι τον τελικό προορισμό μας, οι δύο τσοπάνηδες οδηγούν εναλλάξ το φορτηγό πίσω μας. Τρεις φορές, με αστραπιαίες κινήσεις, ο Ηλίας έπιασε γίδες που έδειχναν σημάδια κόπωσης και τις φόρτωσε στο φορτηγό. Όσο εντυπωσιακή ήταν η ικανότητά του να τις ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος, άλλο τόσο εκπληκτική ήταν η δεξιοτεχνία του στο να τις πιάνει. Έπιασε επίσης μια ετοιμόγεννη κατσίκα και την έβαλε κι αυτή στο φορτηγό. Δυστυχώς, όμως, αυτή απέβαλε. Συμβαίνουν και αυτά.
Στη Σκάφη έρχεται και μας βρίσκει με το φορτηγό του ο Βασίλης, ένας λεβέντης φίλος τους, λιθονομούσης, ολόιδιος ο Νικόλας Παπάζογλου. Ο άλλος Βασίλης παίρνει το αυτοκίνητο και φεύγει για την Αγία Ειρήνη, όπου θα φτάσουμε κι εμείς μετά από ώρα. Περπατάμε έχοντας θέα προς τον Άγιο Στέφανο, το Μικρό Νησί και το Πελαγονήσι. Ο Ηλίας μου ζητάει να πάω μπροστά και να μαζέψω τα πρόβατα. Κατηφορίζω τρέχοντας και, λίγο πριν τα Κόκκινα, τα προλαβαίνω. Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να τα κουμαντάρω, αλλά σιγά σιγά — με φωνές και χειρονομίες — βρίσκω τον τρόπο να τα βάλω σε τάξη και, σαν άλλος βοσκός, τα οδηγώ για 1-2 χιλιόμετρα μέχρι την Αγία Ειρήνη. Μου φαίνεται λίγο αστείο, αλλά το διασκεδάζω.
Από την Αγία Ειρήνη μέχρι τον τελικό προορισμό μας, οι δύο τσοπάνηδες οδηγούν εναλλάξ το φορτηγό πίσω μας. Τρεις φορές, με αστραπιαίες κινήσεις, ο Ηλίας έπιασε γίδες που έδειχναν σημάδια κόπωσης και τις φόρτωσε στο φορτηγό. Όσο εντυπωσιακή ήταν η ικανότητά του να τις ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος, άλλο τόσο εκπληκτική ήταν η δεξιοτεχνία του στο να τις πιάνει. Έπιασε επίσης μια ετοιμόγεννη κατσίκα και την έβαλε κι αυτή στο φορτηγό. Δυστυχώς, όμως, αυτή απέβαλε. Συμβαίνουν και αυτά.

📷 Ο Ηλίας και ο Βασίλης από το Λιθί και στο βάθος ο Άγιος Στέφανος, το Πελαγονήσι και το Μικρό Νησί
Λίγο πριν φτάσουμε στους Ποταμούς, ο Ηλίας μάς κάνει νόημα να επιταχύνουμε. Τα δύο αδέλφια άλλαξαν γνώμη και αντί να διανυκτερεύσουν έξω από τα Μεστά, θα βάλουν τα δυνατά τους για να φθάσουν την ίδια μέρα μέχρι τον Πέτασο. Είχαμε κινηθεί γρηγορότερα απ’ ό,τι περίμεναν, καθώς η πρωινή βροχή δεν άφησε περιθώριο στα ζώα για χασομέρι, ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο κακοκαιρίας την επόμενη μέρα. Νιώθω κούραση, αλλά και χαρά. Η αλλαγή σχεδίων μου δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσω με τους τσοπάνηδες μέχρι την μάντρα τους και να ολοκληρώσω τη διαδρομή. Στον δρόμο συναντάμε τον Αρίσταρχο, που μας προσφέρει πορτοκάλια.
Φτάνουμε στον Λιμένα των Μεστών και επιταχύνουμε. Η παρουσία τόσων ζώων σε κατοικημένη περιοχή εγκυμονεί κινδύνους και το τελευταίο που θέλουν οι τσοπάνηδες είναι προστριβές με τους ντόπιους. Άνθρωποι βγαίνουν στα παράθυρα, μας χαιρετούν, τραβούν φωτογραφίες και βίντεο. Στο τέλος του λιμανιού, τα πρόβατα —συνηθισμένα από τις προηγούμενες χρονιές— στρίβουν δεξιά προς τη βίγλα. Οι τσοπάνηδες, όμως, έχουν αποφασίσει φέτος να πάνε από τον κεντρικό δρόμο και χρειάζονται κινήσεις, φωνές και σφυρίγματα μέχρι να τα πείσουν να πάρουν τον άγνωστο, για εκείνα, δρόμο. Έξω από ένα από τα τελευταία σπίτια του λιμανιού, μια γυναίκα μας χαιρετά, κάνει τον σταυρό της και φωνάζει: «Ευλογημένα να ’ναι».
Λίγο πριν φτάσουμε στους Ποταμούς, ο Ηλίας μάς κάνει νόημα να επιταχύνουμε. Τα δύο αδέλφια άλλαξαν γνώμη και αντί να διανυκτερεύσουν έξω από τα Μεστά, θα βάλουν τα δυνατά τους για να φθάσουν την ίδια μέρα μέχρι τον Πέτασο. Είχαμε κινηθεί γρηγορότερα απ’ ό,τι περίμεναν, καθώς η πρωινή βροχή δεν άφησε περιθώριο στα ζώα για χασομέρι, ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο κακοκαιρίας την επόμενη μέρα. Νιώθω κούραση, αλλά και χαρά. Η αλλαγή σχεδίων μου δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσω με τους τσοπάνηδες μέχρι την μάντρα τους και να ολοκληρώσω τη διαδρομή. Στον δρόμο συναντάμε τον Αρίσταρχο, που μας προσφέρει πορτοκάλια.
Φτάνουμε στον Λιμένα των Μεστών και επιταχύνουμε. Η παρουσία τόσων ζώων σε κατοικημένη περιοχή εγκυμονεί κινδύνους και το τελευταίο που θέλουν οι τσοπάνηδες είναι προστριβές με τους ντόπιους. Άνθρωποι βγαίνουν στα παράθυρα, μας χαιρετούν, τραβούν φωτογραφίες και βίντεο. Στο τέλος του λιμανιού, τα πρόβατα —συνηθισμένα από τις προηγούμενες χρονιές— στρίβουν δεξιά προς τη βίγλα. Οι τσοπάνηδες, όμως, έχουν αποφασίσει φέτος να πάνε από τον κεντρικό δρόμο και χρειάζονται κινήσεις, φωνές και σφυρίγματα μέχρι να τα πείσουν να πάρουν τον άγνωστο, για εκείνα, δρόμο. Έξω από ένα από τα τελευταία σπίτια του λιμανιού, μια γυναίκα μας χαιρετά, κάνει τον σταυρό της και φωνάζει: «Ευλογημένα να ’ναι».

📷 Ο Βασίλης από το Λιθί οδηγεί το κοπάδι κοντά στους Ποταμούς
Περνάμε έξω από τα Μεστά και στρίβουμε για την Αποθήκα. Τα αιγοπρόβατα, όπου βρουν ξινίθρα ή γρασίδι, ορμούν να φάνε. Έχουν πλέον κουραστεί κι η ταχύτητα όλων μας έχει πέσει. Μετά το Στρογγυλόβουνο, αφήνουμε την άσφαλτο και στρίβουμε δυτικά. Διασχίζουμε χωματόδρομους, μονοπάτια, χωράφια και μια πανέμορφη λαγκαδιά. Καβατζάρουμε το Κασιδοβούνι και επιτέλους αντικρύζουμε το μεγάλο μαντροστάσιο του Πέτασου. Έχουμε σχεδόν φθάσει και τότε, ξαφνικά, το τσοπανόσκυλο —που εξ αρχής δεν με είχε συμπαθήσει— έρχεται πίσω μου και με δαγκώνει στο πόδι! Αν είναι δυνατόν… Μετά από τόσες ώρες, μετά από τόσα χιλιόμετρα! Οι ουλές από τα δόντια του σκύλου φαίνονται καθαρά· το πόδι ματώνει αμέσως.
Φτάνουμε στο μαντροστάσιο, έπειτα από περίπου 45 χιλιόμετρα πεζοπορίας. Τα κατσίκια μπαίνουν στον στάβλο και τα πρόβατα περιφέρονται απ’ έξω. Υπάρχει κούραση, αλλά και διάχυτη ικανοποίηση, μια που η απαιτητική αποστολή ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Τα αδέλφια Καζαγλιά και τα ζώα τους θα περάσουν τον χειμώνα εκεί και στα τέλη Μάρτη θα ακολουθήσουν την αντίθετη πορεία, για να επιστρέψουν στο Αίπος. Βγάζουμε μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες, τους ευχαριστώ που με πήραν μαζί τους και τους χαιρετώ. Φεύγουμε με το αμάξι του Βασίλη. Ώσπου να φτάσουμε στη Φα, έχει νυχτώσει για τα καλά. Στον Προβατά έχει πέσει πυκνή ομίχλη.
Περνάμε έξω από τα Μεστά και στρίβουμε για την Αποθήκα. Τα αιγοπρόβατα, όπου βρουν ξινίθρα ή γρασίδι, ορμούν να φάνε. Έχουν πλέον κουραστεί κι η ταχύτητα όλων μας έχει πέσει. Μετά το Στρογγυλόβουνο, αφήνουμε την άσφαλτο και στρίβουμε δυτικά. Διασχίζουμε χωματόδρομους, μονοπάτια, χωράφια και μια πανέμορφη λαγκαδιά. Καβατζάρουμε το Κασιδοβούνι και επιτέλους αντικρύζουμε το μεγάλο μαντροστάσιο του Πέτασου. Έχουμε σχεδόν φθάσει και τότε, ξαφνικά, το τσοπανόσκυλο —που εξ αρχής δεν με είχε συμπαθήσει— έρχεται πίσω μου και με δαγκώνει στο πόδι! Αν είναι δυνατόν… Μετά από τόσες ώρες, μετά από τόσα χιλιόμετρα! Οι ουλές από τα δόντια του σκύλου φαίνονται καθαρά· το πόδι ματώνει αμέσως.
Φτάνουμε στο μαντροστάσιο, έπειτα από περίπου 45 χιλιόμετρα πεζοπορίας. Τα κατσίκια μπαίνουν στον στάβλο και τα πρόβατα περιφέρονται απ’ έξω. Υπάρχει κούραση, αλλά και διάχυτη ικανοποίηση, μια που η απαιτητική αποστολή ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Τα αδέλφια Καζαγλιά και τα ζώα τους θα περάσουν τον χειμώνα εκεί και στα τέλη Μάρτη θα ακολουθήσουν την αντίθετη πορεία, για να επιστρέψουν στο Αίπος. Βγάζουμε μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες, τους ευχαριστώ που με πήραν μαζί τους και τους χαιρετώ. Φεύγουμε με το αμάξι του Βασίλη. Ώσπου να φτάσουμε στη Φα, έχει νυχτώσει για τα καλά. Στον Προβατά έχει πέσει πυκνή ομίχλη.

📷 Ο Βασίλης και τα αδέλφια Καζαγλιά στο μαντροστάσιό τους στον Πέτασο

📷 Ενδεικτική αποτύπωση της διαδρομής