ΣΑΡΑΝΤΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ Ο ΧΙΟΛΑΤΡΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ «ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ» ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΕΝΑ ΦΙΛΙΚΟ ΤΟΥ ΖΕΥΓΑΡΙ
Kυριακή, 1η Οκτωβρίου 1978. Ένα αυτόματο Volvo ξεκινάει από τη χώρα και κατευθύνεται προς τη βόρεια Χίο. Οδηγός ο καπετάνιος Αλέξανδρος Αρμενάκης, στο πίσω κάθισμα η σύζυγός του Ευτυχία και στη θέση του συνοδηγού ο ζωγράφος Νίκος Γιαλούρης. Προορισμός η κοιλάδα του Κουλαλά και στόχος η ανάβαση στο «Κάστρο της Γριάς».
«Ο Γιαλούρης ήταν πολύ σπουδαίος άνθρωπος, μορφωμένος, με διασυνδέσεις, αλλά απλός, δεν είχε καβαλήσει το καλάμι», λέει ο κύριος Αλέξανδρος και προσθέτει «Πηγαίναμε συχνά μαζί βόλτες». Σε μία από αυτές, καθ’ οδόν προς τα Καρδάμυλα, το βλέμμα της συζύγου του μαγνητίστηκε από τον ορεινό όγκο της «Γριάς» με το θρυλικό κάστρο. Η ίδια εξέφρασε την επιθυμία να το επισκεφθεί, ο Γιαλούρης, που ούτως ή άλλως ήθελε να το ζωγραφίσει, συμφώνησε, και το ραντεβού για την ανάβαση στο Κάστρο της Γριάς κλείστηκε.
Αν και έχει μόλις 450 μέτρα ύψος, το όρος της «Γριάς» δεσπόζει πάνω από τα Καρδάμυλα και εντυπωσιάζει όσους κινούνται προς το κεφαλοχώρι της βορειοανατολικής Χίου. Το μεσαιωνικό οχυρό στην κορυφή του διαθέτει ανεμπόδιστη θέα στο χωριό, τις Οινούσσες και τα μικρασιατικά παράλια, ενώ για το όνομά του υπάρχουν δύο τοπικές, παρεμφερείς παραδόσεις: Η πρώτη λέει ότι βαφτίστηκε έτσι από μια Καρδαμυλίτισσα γριά που σκαρφάλωσε μέχρι εκεί για να σωθεί από τους πειρατές, ενώ η δεύτερη, πιο ευφάνταστη, αναφέρει ότι στο κάστρο κατοικούσε μια θεόρατη γριά, προστάτιδα του χωριού, που όποτε έβλεπε πειρατές, ειδοποιούσε τους κατοίκους του.
Ο καιρός ήταν καλός. Ο κύριος Αλέξανδρος πάρκαρε το αυτοκίνητο στην άκρη της πεδιάδας του Κουλαλά. «Ανεβήκαμε από την πλευρά του Πιτυούς. Ήταν λίγο ανηφόρα και κακοτράχαλα. Ακολουθήσαμε ένα γιδόστρατο, ενώ ακούγαμε τα κουδούνια των προβάτων» θυμάται η κυρία Ευτυχία. Λαχανιασμένοι έφθασαν στο διάσελο, απ’ όπου πλέον είναι ορατό το μεσαιωνικό οχυρό. Ξαπόστασαν να πάρουν μια ανάσα, ο Γιαλούρης έβγαλε το πουκάμισό του και ξάπλωσε καταγής. Λίγο μετά κάθισε σε μια πέτρα, ακούμπησε ένα μικρό τελάρο στα γόνατά του και άρχισε να σχεδιάζει. Παραδίπλα του κάθισε ο κύριος Αλέξανδρος, κατά καιρούς μαθητής του, και αποπειράθηκε και εκείνος να αποτυπώσει στον καμβά το Κάστρο της Γριάς.
Kυριακή, 1η Οκτωβρίου 1978. Ένα αυτόματο Volvo ξεκινάει από τη χώρα και κατευθύνεται προς τη βόρεια Χίο. Οδηγός ο καπετάνιος Αλέξανδρος Αρμενάκης, στο πίσω κάθισμα η σύζυγός του Ευτυχία και στη θέση του συνοδηγού ο ζωγράφος Νίκος Γιαλούρης. Προορισμός η κοιλάδα του Κουλαλά και στόχος η ανάβαση στο «Κάστρο της Γριάς».
«Ο Γιαλούρης ήταν πολύ σπουδαίος άνθρωπος, μορφωμένος, με διασυνδέσεις, αλλά απλός, δεν είχε καβαλήσει το καλάμι», λέει ο κύριος Αλέξανδρος και προσθέτει «Πηγαίναμε συχνά μαζί βόλτες». Σε μία από αυτές, καθ’ οδόν προς τα Καρδάμυλα, το βλέμμα της συζύγου του μαγνητίστηκε από τον ορεινό όγκο της «Γριάς» με το θρυλικό κάστρο. Η ίδια εξέφρασε την επιθυμία να το επισκεφθεί, ο Γιαλούρης, που ούτως ή άλλως ήθελε να το ζωγραφίσει, συμφώνησε, και το ραντεβού για την ανάβαση στο Κάστρο της Γριάς κλείστηκε.
Αν και έχει μόλις 450 μέτρα ύψος, το όρος της «Γριάς» δεσπόζει πάνω από τα Καρδάμυλα και εντυπωσιάζει όσους κινούνται προς το κεφαλοχώρι της βορειοανατολικής Χίου. Το μεσαιωνικό οχυρό στην κορυφή του διαθέτει ανεμπόδιστη θέα στο χωριό, τις Οινούσσες και τα μικρασιατικά παράλια, ενώ για το όνομά του υπάρχουν δύο τοπικές, παρεμφερείς παραδόσεις: Η πρώτη λέει ότι βαφτίστηκε έτσι από μια Καρδαμυλίτισσα γριά που σκαρφάλωσε μέχρι εκεί για να σωθεί από τους πειρατές, ενώ η δεύτερη, πιο ευφάνταστη, αναφέρει ότι στο κάστρο κατοικούσε μια θεόρατη γριά, προστάτιδα του χωριού, που όποτε έβλεπε πειρατές, ειδοποιούσε τους κατοίκους του.
Ο καιρός ήταν καλός. Ο κύριος Αλέξανδρος πάρκαρε το αυτοκίνητο στην άκρη της πεδιάδας του Κουλαλά. «Ανεβήκαμε από την πλευρά του Πιτυούς. Ήταν λίγο ανηφόρα και κακοτράχαλα. Ακολουθήσαμε ένα γιδόστρατο, ενώ ακούγαμε τα κουδούνια των προβάτων» θυμάται η κυρία Ευτυχία. Λαχανιασμένοι έφθασαν στο διάσελο, απ’ όπου πλέον είναι ορατό το μεσαιωνικό οχυρό. Ξαπόστασαν να πάρουν μια ανάσα, ο Γιαλούρης έβγαλε το πουκάμισό του και ξάπλωσε καταγής. Λίγο μετά κάθισε σε μια πέτρα, ακούμπησε ένα μικρό τελάρο στα γόνατά του και άρχισε να σχεδιάζει. Παραδίπλα του κάθισε ο κύριος Αλέξανδρος, κατά καιρούς μαθητής του, και αποπειράθηκε και εκείνος να αποτυπώσει στον καμβά το Κάστρο της Γριάς.
Ο Νίκος Γιαλούρης σχεδιάζει το «Κάστρο της Γριάς» 📷 Ε. Αρμενακη
Ο καταξιωμένος ζωγράφος διένυε περίοδο πειραματισμού και δοκίμαζε νέες τεχνοτροπίες. «Επειδή το χέρι του είχε πάρει τον αέρα και τραβούσε ευθείες γραμμές, ήθελε να κάνει κάτι πιο πρωτότυπο, να μην είναι τόσο τυποποιημένο» θυμάται η κυρία Ευτυχία. «Χρησιμοποίησε μια τεχνική με μελάνι σουπιάς κι ένα πενάκι που είχε φτιάξει από καλάμι. Το είχε ξύσει και μ’ αυτό έκανε αλλού χοντρές γραμμές και αλλού λεπτές. Ήθελε οι γραμμές του να διαφέρουν στο πάχος».
Όταν τελείωσαν τα σχέδια, περπάτησαν μέχρι το μεσαιωνικό κάστρο με τους δίδυμους πύργους. Απόλαυσαν την πανοραμική θέα, τράβηξαν μερικές φωτογραφίες και λίγο μετά αποχώρησαν, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία. Η συνέχεια δόθηκε σε ταβέρνα του Πιτυούς, όπου ο Γιαλούρης χάρισε και αφιέρωσε το ανορθόδοξο σχέδιο στους φίλους του.
Ο καταξιωμένος ζωγράφος διένυε περίοδο πειραματισμού και δοκίμαζε νέες τεχνοτροπίες. «Επειδή το χέρι του είχε πάρει τον αέρα και τραβούσε ευθείες γραμμές, ήθελε να κάνει κάτι πιο πρωτότυπο, να μην είναι τόσο τυποποιημένο» θυμάται η κυρία Ευτυχία. «Χρησιμοποίησε μια τεχνική με μελάνι σουπιάς κι ένα πενάκι που είχε φτιάξει από καλάμι. Το είχε ξύσει και μ’ αυτό έκανε αλλού χοντρές γραμμές και αλλού λεπτές. Ήθελε οι γραμμές του να διαφέρουν στο πάχος».
Όταν τελείωσαν τα σχέδια, περπάτησαν μέχρι το μεσαιωνικό κάστρο με τους δίδυμους πύργους. Απόλαυσαν την πανοραμική θέα, τράβηξαν μερικές φωτογραφίες και λίγο μετά αποχώρησαν, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία. Η συνέχεια δόθηκε σε ταβέρνα του Πιτυούς, όπου ο Γιαλούρης χάρισε και αφιέρωσε το ανορθόδοξο σχέδιο στους φίλους του.
📷 Tο «Κάστρο της Γριάς» του Νίκου Γιαλούρη